- κατηγορουμένως
- κατηγορουμένως (Α)επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος τού ρ. κατηγοροῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατηγορουμένως — κατηγορέω speak against pres part mp masc acc pl (doric) κατηγορέω speak against pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)